φρύξη

φρύξη
η / φρῡξις, -ύξεως, ΝΑ [φρύγω]
φρυγμός, ψήσιμο, καβούρντισμα
νεοελλ.
(μεταλργ.-χημ.) μεταλλουργική διεργασία που συνίσταται στη θέρμανση μιας ανόργανης χημικής ένωσης μετάλλου ή ενός μεταλλεύματος, με παρουσία ατμοσφαιρικού αέρα, και η οποία αποσκοπεί στη μετατροπή τού περιεχόμενου μετάλλου σε οξείδιο του
2. φρ. «έχει φρύξη» — είναι δυσκοίλιος
αρχ.
περίκαυση, καψάλισμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρύξη — η 1. φρυγάνισμα, καβούρντισμα. 2. δυσκοιλιότητα: Πρέπει να πάρει καθαρτικό, αφού έχει φρύξη. 3. ισχυρή θέρμανση μεταλλεύματος σε επαφή με τον αέρα χωρίς τήξη, αλλά με χημική μεταβολή, που αποτελεί τη βάση των κυριότερων μεταλλουργικών μεθόδων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …   Dictionary of Greek

  • κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… …   Dictionary of Greek

  • καφεόλη — η αρωματικό έλαιο στο οποίο οφείλεται το άρωμα που παράγεται κατά τη φρύξη τού καφέ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. caffeol (< γερμ. kaffeol < kafee + ol)] …   Dictionary of Greek

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • νικέλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ni. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 28, ατομικό βάρος 58,71 και πέντε σταθερά και μερικά ακτινεργά ισότοπα. Είναι μέτρια διαδεδομένο στη φύση (αποτελεί το 0,016% του… …   Dictionary of Greek

  • πυριτοκάμινος — ο, Ν τεχνολ. κάμινος μέσα στην οποία γίνεται η φρύξη τού σιδηροπυρίτη κατά τη βιομηχανική παρασκευή τού θειικού οξέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρίτης + κάμινος] …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντοκάμινο — το, και τσιμεντοκάμινος, η, Ν τεχνολ. ειδική εγκατάσταση σωληνοειδούς μορφής, μήκους έως και 200 μέτρα και διαμέτρου έως 7 μέτρα, μέσα στην οποία υφίσταται φρύξη το τσιμέντο κατά την τρίτη φάση τής κατεργασίας του …   Dictionary of Greek

  • υδράργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Hg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 80, ατομικό βάρος 200,61 και 7 σταθερά ραδιενεργά ισότοπα. Ο υ. βρίσκεται στη φύση είτε σε ελεύθερη κατάσταση·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”